- συμμέτρως
- σύμμετροςcommensurate withadverbialσύμμετροςcommensurate withmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμμέτρως — συμμέτρως , σύμμετρος commensurate with adverbial συμμέτρως , σύμμετρος commensurate with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek
συναυξάνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α [αὐξάνω] βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συνεκδ. παρουσιάζω ως… … Dictionary of Greek
ՉԱՓԱՒՈՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0574 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c մ. συμμέτρως, μετρίως mediocriter, moderate, modicum. Չափով. միջակաբար, սակաւուք, փոքր ի շատէ՝ պարզագունիցն չափաւորապէս հանդիպելով. Պորփ.: *Առ ի տեսանել զչափաւորապէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)